Το Quizdom είναι ένα παιχνίδι, που μέσα σε λιγότερους
από οκτώ μήνες έγινε η ταχύτερα αναπτυσσόμενη ελληνική εφαρμογή. Για
όσους δεν το έχετε ανακαλύψει ακόμα, είναι ένα κουίζ γνώσεων όπου
αναμετριέσαι εξ αποστάσεως με άλλους χρήστες. Αφού ο ένας απευθύνει την
πρόκληση, οι δύο αντίπαλοι επιλέγουν από δύο κατηγορίες ερωτήσεων ο
καθένας (από τις 16 που υπάρχουν και αφορούν από πολιτική, θρησκεία και
ιστορία έως μουσική, σινεμά, φαγητό και celebrities) και παίζουν
τέσσερις γύρους των τεσσάρων ερωτήσεων. Οι αντίπαλοι καλούνται να
απαντήσουν εναλλάξ στις ίδιες ερωτήσεις και νικητής ανακηρύσσεται
εκείνος που πέτυχε τις περισσότερες. Νικητής και ηττημένος κερδίζουν
πόντους, με απώτερο σκοπό να ανέβουν επίπεδο και να φτάσουν στην κορυφή
της λίστας των χρηστών. Οι φίλοι πλέον, αντί να μαζεύονται για
επιτραπέζιο, παίζουν από το κινητό.
Αυτός είναι και ένας από τους λόγους της επιτυχίας. Αντίθετα με τα
υπόλοιπα ελληνικά κουίζ όπου παίζεις με «αντίπαλο» την εφαρμογή, στο
Quizdom παίζεις εναντίον άλλων χρηστών. Αρα γίνεται πιο ενδιαφέρον και
ανταγωνιστικό. Επειτα είναι ένα παραδοσιακό παιχνίδι γνώσεων το οποίο,
εκτός από εθιστικό, είναι και επιμορφωτικό. Μπορεί να παίζεις ώρες, αλλά
δεν νιώθεις ότι σπατάλησες το χρόνο σου. Τέλος, το σημαντικότερο, το
Quizdom είναι ελληνικό, σχεδιασμένο από δύο 30άρηδες στην Αθήνα,
παίζεται στα ελληνικά και οι ερωτήσεις είναι και ελληνικού
ενδιαφέροντος.
Κατόπιν αυτών, μάλλον δεν προκαλεί έκπληξη το ότι από τις 31 Ιουλίου,
που η mobile εφαρμογή του Quizdom έκανε την εμφάνισή της στα online
stores, απέκτησε 450.000 χρήστες, τους οποίους και συνεχίζει να αυξάνει
σταθερά. Την προηγούμενη εβδομάδα έκανε νέο ρεκόρ σε αριθμό παιχνιδιών
και σε «κατεβάσματα». Πλέον οι δύο εμπνευστές της, οι 30χρονοι
Τριαντάφυλλος Ξυλούρης και Παντελής Μαυρομμάτης, έχουν ως αποκλειστική
απασχόληση το Quizdom! Εκαναν δηλαδή πραγματικότητα αυτό που οι
περισσότερες παρέες στην Ελλάδα συζητούν μεταξύ καφέ και ποτού, αλλά
μετά το ξεχνούν. Να βρουν μια καλή ιδέα (συνήθως στα ψηφιακά μέσα που
δεν χρειάζονται υψηλό κεφάλαιο), να «πιάσει» και να λυτρωθούν από την
ανεργία ή τις βαρετές, υποαμειβόμενες δουλειές τους.