Τον Νοέμβριο του 2016 ο Ντόναλντ Τραμπ αναδεικνύεται νικητής των
αμερικανικών προεδρικών εκλογών, σοκάροντας αναλυτές και δημοσκόπους ανά
την υφήλιο. Πως τα κατάφερε; Έχοντας αποπροσανατολίσει τον δημόσιο διάλογο ο οποίος ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου διαδικτυακός. Αρκεί να αναφερθεί ότι το τελευταίο τρίμηνο πριν από τις εκλογές, τα 4 από τα 5
πιο δημοφιλή άρθρα στο Facebook ήταν ψευδείς ειδήσεις. Το κορυφαίο
δημοσιογραφικό περιεχόμενο της προεκλογικής περιόδου, μάλιστα, το οποίο
συγκέντρωσε συνολικά πάνω από ένα εκατομμύριο κλικ, είχε τον εξωφρενικό
τίτλο: «Ο Πάπας Φραγκίσκος στηρίζει δημοσίως την υποψηφιότητα Τραμπ».
Ο συνδυασμός της σοκαριστικής εκλογής του Τραμπ με το αναπάντεχο
αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το Brexit έκανε την παγκόσμια
κοινότητα να διαπιστώσει την αφέλειά της. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
όπως το Facebook και το Twitter παρέχονταν μεν δωρεάν, αλλά στην ουσία ο
κάθε χρήστης τα πλήρωνε προσφέροντας κάτι πολυτιμότερο από μια
χρηματική συνδρομή: τα προσωπικά του δεδομένα. Ερευνες τοποθετούν την
αξία των δεδομένων του λογαριασμού ενός χρήστη του Facebook στα 270
δολάρια, και όπως ήταν αναμενόμενο, στη λίστα των ενδιαφερόμενων
αγοραστών βρέθηκαν και εταιρείες πολιτικής επικοινωνίας ποικίλων μορφών
και προθέσεων.
Το σκάνδαλο αυτό οδήγησε σε μία σειρά από αλλαγές και ρυθμιστικά πλαίσια, με κορυφαίο το ευρωπαϊκό GDPR, το οποίο
έδωσε στους χρήστες τη δυνατότητα να επιλέγουν αν επιθυμούν να
μοιραστούν τα προσωπικά τους δεδομένα με μια διαδικτυακή υπηρεσία.
Ταυτόχρονα, ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ ανέθεσε την επικαιροποίηση
ειδήσεων σε μια χούφτα εξωτερικών fact-checkers και υπόσχεται πως
το πρόβλημα έχει πλέον λυθεί.
Σε αντίθεση το Twitter αποφάσισε να βάλει τέλος στις πολιτικές
διαφημίσεις για να περιορίσει
ουσιαστικά την παραπληροφόρηση. «Πιστεύουμε ότι η εμβέλεια ενός
πολιτικού μηνύματος πρέπει να κερδίζεται, όχι να αγοράζεται», τόνισε ο
συνιδρυτής της πλατφόρμας, Τζακ Ντόρσεϊ.
Διαβάστε όλο το άθρο στην : Καθημερινή